μερμαίρω

Revision as of 04:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= μερμηρίζω, Suid.; μερμέρω, Hsch., Phot.; οἱ ἅπαντα μερμαιρόμενοι, = μεμφόμενοι, Gal.17(2).189 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 135] = μερμηρίζω, VLL.; Orph. Arg. 766, μέρμηρε nach Herm.

Greek (Liddell-Scott)

μερμαίρω: (μέρμερος) = μερμηρίζω, Ὀρφ. Ἀρχ. 766.

Greek Monolingual

μερμαίρω και μερμέρω (Α) μέρμερος
μερμηρίζω.