μερμαίρω
English (LSJ)
= μερμηρίζω, Suid.; μερμέρω, Hsch., Phot.; οἱ ἅπαντα μερμαιρόμενοι, = μεμφόμενοι, Gal.17(2).189 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 135] = μερμηρίζω, VLL.; Orph. Arg. 766, μέρμηρε nach Herm.
= μερμηρίζω, Suid.; μερμέρω, Hsch., Phot.; οἱ ἅπαντα μερμαιρόμενοι, = μεμφόμενοι, Gal.17(2).189 (s.v.l.).
[Seite 135] = μερμηρίζω, VLL.; Orph. Arg. 766, μέρμηρε nach Herm.