μισοΐδιος

From LSJ
Revision as of 04:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοΐδιος Medium diacritics: μισοΐδιος Low diacritics: μισοΐδιος Capitals: ΜΙΣΟΪΔΙΟΣ
Transliteration A: misoḯdios Transliteration B: misoidios Transliteration C: misoidios Beta Code: misoi/+dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον, hating one's own family, Ptol.Tetr.161, Vett.Val.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοΐδιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους ἑαυτοῦ συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.

Greek Monolingual

μισοΐδιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἴδιοι «συγγενείς»].