νεοκέντητος

From LSJ
Revision as of 05:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκέντητος Medium diacritics: νεοκέντητος Low diacritics: νεοκέντητος Capitals: ΝΕΟΚΕΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: neokéntētos Transliteration B: neokentētos Transliteration C: neokentitos Beta Code: neoke/nthtos

English (LSJ)

ον, newly planted, of vines, Hero *Geom.23.68.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκέντητος: -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19.

Greek Monolingual

νεοκέντητος, -ον (Α)
1. (για τα σταφύλια) αυτός που εμβολιάστηκε με εγκεντρισμό πρόσφατα
2. αυτός που φυτεύθηκε πρόσφατα.