νηπιαχώδης
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ες, childish, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιᾰχώδης: -ες, = νηπιώδης, Γλωσσ.
Greek Monolingual
νηπιαχώδης, -ῶδες (Α)
νηπίαχος
νηπιώδης.