ἐγερσίβροτος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ον, awakening men, Procl.H.7.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερσίβροτος: -ον, ὁ τοὺς βροτοὺς ἐγείρων, Πρόκλ. Ὕμν. 18.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que despierta o estimula a los hombres fig. ἀρεταί Procl.H.7.18.
Greek Monolingual
ἐγερσίβροτος, -ον (Α)
αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς.