ἐπικαταλύω
From LSJ
English (LSJ)
reduce yet further, τὴν δύναμιν Gal.15.721.
Greek Monolingual
ἐπικαταλύω (Α) καταλύω
καταλύω, ελαττώνω ακόμη περισσότερο («ἐπικαταλύειν τήν δύναμιν», Γαλ.).
Full diacritics: ἐπικαταλύω | Medium diacritics: ἐπικαταλύω | Low diacritics: επικαταλύω | Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΛΥΩ |
Transliteration A: epikatalýō | Transliteration B: epikatalyō | Transliteration C: epikatalyo | Beta Code: e)pikatalu/w |
reduce yet further, τὴν δύναμιν Gal.15.721.
ἐπικαταλύω (Α) καταλύω
καταλύω, ελαττώνω ακόμη περισσότερο («ἐπικαταλύειν τήν δύναμιν», Γαλ.).