ἐπηέριος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ον, through the air, φορέεσθαι Q.S.2.573.
Greek Monolingual
ἐπηέριος, -ον (Α)
φρ. «ἐπηέριος φορέεσθαι» — που πετάει, μετακινείται στον αέρα.