ἐρίπλευρος

Revision as of 08:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with sturdy sides, stout, φυά Pi.P.4.235.

German (Pape)

[Seite 1030] φυή, mit starken Rippen od. Seiten, Pind. P. 4, 235.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίπλευρος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, στιβαρός, Πινδ. Π. 4. 419.

English (Slater)

ἐρίπλευρος, -ον
   1 strong ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς of oxen (P. 4.235)

Greek Monolingual

ἐρίπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -πλευρος (< πλευρά)].

Russian (Dvoretsky)

ἐρίπλευρος: с крепкими боками (φυά Pind.).