ἀκάκυντος
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
ον, = sq., αἰτίας Hierocl. in CA 1p.418M., cf. 3p.424M. Adv. -τως Id.Prov.p.462B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάκυντος: [κᾰ], ον, = τῷ ἑπομ. Ἱεροκλ. χρυσᾶ ἔπη. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dañado, ileso Hierocl.in CA 418, Procl.Phil.Chald.3.
2 adv. -ως sin daño Hierocl.Prou.462a.
Greek Monolingual
ἀκάκυντος, -ον (Α) κακύνω
αυτός που δεν υπόκειται σε κακοποίηση, που δεν είναι δυνατόν να κακοποιηθεί.