ἀκρωτηρίασις
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωτηρίασις: ἡ, = ἀκρωτηριασμός, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ mutilación, Gloss.2.224.
Greek Monolingual
ἀκρωτηρίασις (-εως), η (Α) ἀκρωτηριάζω
ο ακρωτηριασμός.