ἀμπελιτικός
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ή, όν, planted with vines, γῆ PTeb.5.17 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
plantado de vides τοὺς ἀ. τόμους δ̅ PHamb.191.4 (III a.C.), γῆ PTeb.5.17 (II a.C.), κτῆμα PSI 1252.12 (III a.C.), cf. CPHerm.7.3.15 (III a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο άμπελος
του αμπελιού, αμπελήσιος.