ἀναμάξευτος

Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, impassable for wagons, Hdt.2.108.

German (Pape)

[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impraticable aux voitures.
Étymologie: , ἁμαξεύω.

Spanish (DGE)

-ον intransitable para carros πεδιάς Hdt.2.108.

Greek Monolingual

ἀναμάξευτος, -ον (Α) ἁμαξεύω
(για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος.

Greek Monotonic

ἀναμάξευτος: -ον (ἁμαξεύω), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, αδιάβατος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμάξευτος: непроезжий (sc. χώρα Her.).

Middle Liddell

ἁμαξεύω
impassable for wagons, Hdt.