ἀναπόθετος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ον, not stored up, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόθετος: ὁ μὴ ἀποτεθειμένος, «ἀταμίευτα, ἀδιοίκητα, ἀναπόθετα» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
imperecedero ἀναπόθετον ... τὴν τοῦ Σωτῆρος ... βασιλείαν Cyr.Al.M.68.748B.