ἀπελεγκτής
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who refutes, Oenom. ap. Eus.PE6.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελεγκτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξελέγχων, ἀναιρῶν, Οἰνόμ. Παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 256Β.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ refutador γόητος ἀπελεγκτής Oenom.14 (p.381).