ληξιαρχείο

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ληξιαρχεῖον) ληξίαρχος
νεοελλ.
η υπηρεσία και το κατάστημα σε κάθε δήμο και σε κάθε κοινότητα, στο οποίο τηρούνται και φυλάσσονται τα ληξιαρχικά βιβλία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γραμματεῖον εἰς ὃ τοὺς νόμους ἐνέγραφον».