κειμηλιαρχεῖον

Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=το (Α κειμηλιαρχεῖον και κειμηλιάρχιον) κειμηλιάρχης<br />αρχείο κειμηλίων, απο...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α κειμηλιαρχεῖον και κειμηλιάρχιον) κειμηλιάρχης
αρχείο κειμηλίων, αποθήκη όπου φυλάσσονται κειμήλια.