κειμηλιάρχιον
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
τό, treasury, Cod.Just.11.48.20.1, al.
German (Pape)
[Seite 1412] τό, Sammlung kostbarer, seltener Dinge, erst Sp.
Greek Monolingual
το (Α κειμηλιαρχεῖον και κειμηλιάρχιον) κειμηλιάρχης
αρχείο κειμηλίων, αποθήκη όπου φυλάσσονται κειμήλια.