ξενοκομείον

From LSJ
Revision as of 10:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136

Greek Monolingual

ξενοκομεῖον, τὸ (Μ)
κτήριο για περίθαλψη ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κομεῖον (< -κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο-κομείον].