Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
βουλεῖον και βουλῆον, το (Α) βουλεύω1. δικαστήριο2. βουλευτήριο.