διαπίμπρημι
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A burn, ναῦς Plb.21.44.30; μοχλὸν διαπρήσας Aen. Tact.4.2 (nisi leg. -πρίσας):—Pass., swell up (cf. πρήθω), Nic.Al. 341; οἱ μυκτῆρες διαπέπρηνται Hippiatr.27.