τρυπάω
Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid
English (LSJ)
A bore, pierce through, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (opt.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (cf. τρυπανία) Od.9.384, cf. Hp.VC18, Pl.Cra.387e; ἐτρύπησεν τῷ ποδὶ τὴν βελόνην (of a very thin man) AP11.102 (Ammian. or Nicarch.), 308 (Lucill.); with double acc., πόνος με τὸν πόδα τ. is stabbing into, Luc.Ocyp. 169; cf. ἁλία (B) :—Pass., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα let the hole be bored, Hp.Steril.222; δι' ὠτὸς . . τρυπωμένου through well-bored ear, i. e. open to hear, S.Fr.858 (codd.Plu., but ῥυπωμένου is prob. cj.); τὰ ὦτα τετρυπημένος having one's ears pierced for ear-rings, X.An. 3.1.31; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, opp. πλήρης, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1; ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Luc.Alex.16. 2 sens. obsc., Theoc.5.42, APl.4.243 (Antist.).