εὔσειστος

Revision as of 10:38, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, liable to earthquakes, Str.10.1.9.

German (Pape)

[Seite 1097] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσειστος: -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσειστος, -ον)
1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί
2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις
μσν.
ευκίνητος, εύστροφος.