εὔσειστος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσειστος Medium diacritics: εὔσειστος Low diacritics: εύσειστος Capitals: ΕΥΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúseistos Transliteration B: euseistos Transliteration C: eyseistos Beta Code: eu)/seistos

English (LSJ)

εὔσειστον, liable to earthquakes, Str.10.1.9.

German (Pape)

[Seite 1097] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσειστος: -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσειστος, -ον)
1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί
2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις
μσν.
ευκίνητος, εύστροφος.