τροπός
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
ὁ,
A twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.