ἀποστέγασμα

Revision as of 10:46, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, protection against, ψύχους Thphr.CP5.13.3.

German (Pape)

[Seite 326] τό, Schutzdach, ψύχους, zur Abhaltung der Kälte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστέγασμα: τό, στέγασμα ἐναντίον τινός, ἔχει προβολὴν καὶ οἷον ἀποστέγασμα τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό protección contra τοῦ ψύχους Thphr.CP 5.13.3.

Greek Monolingual

ἀποστέγασμα, το (Α)
σκέπη για να φυλαχθεί κανείς από κάτιἀποστέγασμα ψύχους»).