ἀστραγαλιστικός
English (LSJ)
ή, όν, of the dice, βόλος Eust.1397.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγᾰλιστικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστραγάλου, ἀνήκων εἰς τὸν ἀστράγαλον, καί τις βόλος ἀστραγαλιστικὸς κύων ἐκαλεῖτο Εὐστ. 1397. 47.
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
ἀστραγαλιστικός, -ή, -όν (Α) αστραγαλίζω
ο σχετικός με αστραγάλους.