ὀκτάχρονος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ον, composed of eight time-units, Procl.in Prm.p.990S.
Greek Monolingual
και οχτάχρονος, -η, -ο (Α ὀκτάχρονος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών
αρχ.
αυτός που σύγκειται από οκτώ χρόνους, από οκτώ χρονικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + χρόνος.