ὀλιγοφαής
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ές, gloss on βραχυφεγγίτης, Suid.
Greek Monolingual
ὀλιγοφαής, -ές (Α)
αυτός που φωτίζει λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-), + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκο-φαής].