ὀροφοίτης
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὀρειφοίτης, EM 461.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφοίτης: -ου, ὁ, = ὀρειφοίτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 461. 27.
Greek Monolingual
ὀροφοίτης, ὁ (Α)
βλ. ὀρειφοίτης.