ὑπάρκτιος

Revision as of 11:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (ἄρκτος) towards the north, Plu.Mar.11, Sert.17.

German (Pape)

[Seite 1183] gegen Norden liegend, Plut. Sert. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάρκτιος: -ον, πρὸς βορρᾶν, Πλουτ. Μάρ. 11, Σερτώρ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé au nord.
Étymologie: ὑπό, ἄρκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βόρειος («τῶν ὑπαρκτίων κλιμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄρκτιος «βόρειος»].

Greek Monotonic

ὑπάρκτιος: -ον (ἄρκτος), ο προς τον βορρά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάρκτιος: обращенный к северу, северный (πάγοι Plut.).

Middle Liddell

ὑπ-άρκτιος, ον, ἄρκτος
towards the north, Plut.