ὑπάρκτιος
English (LSJ)
ον, (ἄρκτος) towards the north, Plu.Mar.11, Sert.17.
German (Pape)
[Seite 1183] gegen Norden liegend, Plut. Sert. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάρκτιος: -ον, πρὸς βορρᾶν, Πλουτ. Μάρ. 11, Σερτώρ. 17.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-ον, Α
βόρειος («τῶν ὑπαρκτίων κλιμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄρκτιος «βόρειος»].
Greek Monotonic
ὑπάρκτιος: -ον (ἄρκτος), ο προς τον βορρά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπάρκτιος: обращенный к северу, северный (πάγοι Plut.).