ὑπερινάω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
purge violently, Hp. as cited by Erot. (cf. ὑπέρινος), Poll.4.179 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερῐνάω: κενόω ἰσχυρῶς διὰ καθάρσεως, Ἱππ., ὡς μνημονεύεται παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. (πρβλ. ὑπέρινος), Πολυδ. Δ΄, 179.