ὑφεκτέον
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
(ὑπέχω) one must support, submit to, δίκην Pl.R.457e; ὑ. τινὶ τῆς ἀνανδρίας αἰτίαν X.Lac.9.5; ὑ. λόγον τινί one must give account, Arist.APo.77b5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπέχω, δεῖ ὑπέχειν..., δίκην Πλάτ. Πολ. 457Ε· ὑφ. τινὶ τῆς ἀνανδρίας αἰτίαν Ξεν. Λακ. 9. 5· ὑφ. λόγον, πρέπει τις νὰ δώσῃ λόγον, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 2.
Greek Monotonic
ὑφεκτέον: ρημ. επίθ. του ὑπέχω, αυτό το οποίο πρέπει να λογοδοτήσει, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑφεκτέον: adj. verb. к ὑπέχω.