νοσοφόρος

Revision as of 07:54, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, disease-bringing; νοσηφόρος.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
νοσογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Π. Τριανταφυλλίδη].