νοσηφόρος

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσηφόρος Medium diacritics: νοσηφόρος Low diacritics: νοσηφόρος Capitals: ΝΟΣΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nosēphóros Transliteration B: nosēphoros Transliteration C: nosiforos Beta Code: noshfo/ros

English (LSJ)

νοσηφόρον, disease-bringing, Marc.Sid.58.

Greek (Liddell-Scott)

νοσηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ νοσοφόρος, Μάρκελλ. Σιδήτ. 58.

Greek Monolingual

νοσηφόρος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -φόρος. Ο τ. αντί του αναμενόμενου αμάρτυρου στην αρχαία νοσοφόρος, για μετρικούς λόγους].

German (Pape)

poet. = νοσοφόρος, Marcell. Sid. 58.