οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
ίτιδοςadj. f.qui contient de l'or.Étymologie: χρυσός.
χρῡσῖτις: ῐδος adj. f золотая, золотоносная (ψάμμος Her.).ῐδος ἡ1) золотой песок Plut.;2) Arst. = χρυσοκόμη.