ἀγριόφυλλον
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
τό, = πευκέδανος, Ps.-Dsc.3.78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριόφυλλον: τό, ἄλλο ὄνομα τῆς πευκεδάνου, Διοσκορ. 3. 92.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. ervato, servato, rabo de puerco, Peucedanum officinale L., Ps.Dsc.3.78, Ps.Apul.Herb.95.9.