βαλσαμίνη

Revision as of 09:00, 10 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,")

English (LSJ)

ἡ, = βούφθαλμον, Ps.-Dsc.3.139; balsaminum, = ὀποβάλσαμον, Plin.HN23.92.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, Balsamine, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

βαλσαμίνη: ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, βούφθαλμον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
bot. manzanilla loca, Anacyclus radiatus Loisel o bien antimaño, flor de muerto, Chrysanthemum coronarium L., Ps.Dsc.3.139, Plin.HN 23.92.

Greek Monolingual

βαλσαμίνη, η (Α) βάλσαμον
το βούφθαλμον, ονομασία για διάφορα είδη φυτών με κίτρινα άνθη της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων.