ψαιστόν
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
German (Pape)
[Seite 1389] τό, gew. plur. τὰ ψαιστά, sc. ἄλφιτα, πέμματα od. πόπανα, geschrotene Gerste, Gerstenmehl, bes. ein davon bereiteter, mit Oel und Honig angemachter Opferkuchen, vgl. Schol. Il. 1, 449; Timaeus erkl. τῶν σπλάγχνων κεκομμένων εἰς λεπτὰ μετὰ ἄρτου ἀπαρχαί τινες; οὐδ' ἂν εἷς θύσειεν – οὐ βοῦν ἄν, οὐχὶ ψαιστόν Ar. Plut. 138, vgl. 1115; Gaetul. 3 (VI, 190), im plur.; ψαιστῶν θυσία Cornel. Long. 1 (VI, 191), ψαιστὰ βαλὼν παρὰ ξοάνῳ Ep. ad. 203 (App. 283), meist von armen Leuten dargebracht; vgl. noch Ath. 672 ψαιστὰ αὐτῷ ποιήσαντες. – Eigtl. neutr. vom Folgenden.
Russian (Dvoretsky)
ψαιστόν: τό жертвенный ячменный пирог (на масле и меду) Arph., Anth.