συβαύβαλος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ὁ, cf. συοβαύβαλος.
Greek (Liddell-Scott)
συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: συβαύβαλος | Medium diacritics: συβαύβαλος | Low diacritics: συβαύβαλος | Capitals: ΣΥΒΑΥΒΑΛΟΣ |
Transliteration A: sybaúbalos | Transliteration B: sybaubalos | Transliteration C: syvavvalos | Beta Code: subau/balos |
ὁ, cf. συοβαύβαλος.
συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.