συμπιεστός

From LSJ
Revision as of 19:40, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης
2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος
3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό
η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Λάκωνα].