Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαιτο να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.