συνδιοικώ

From LSJ
Revision as of 20:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

συνδιοικῶ, -έω, ΝΜΑ
διοικώ ή διαχειρίζομαι κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. κατορθώνω κάτι μαζί με άλλον
2. παθ. συνδιοικοῦμαι, -έομαι
έχω και εγώ επίσης μια ιδιότητα («τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δένδρων] συνδιοικούμενα στερεότητι», Σωρ.).