σύναινος

Revision as of 20:15, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

ον, agreeing with, τινι Hsch.

German (Pape)

[Seite 997] gleicher Meinung, beistimmend, genehmigend; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σύναινος: -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, ὁμόδοξος, σύμφωνος, οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «σύναινος· ὁμόδοξος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].