ὁμόδοξος
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ὁμόδοξον, of the same opinion, Vit.Philonid.p.8 C., Luc.Eun.2, Porph.Abst.3.8, Simp. in Ph.1144.30; belonging to the same school, of the Epicureans, IG22.1099.24 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 334] gleicher Meinung seiend, gleichgesinnt, Luc. Eun. 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la même opinion.
Étymologie: ὁμός, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόδοξος: придерживающийся того же мнения: ὁμόδοξοι ἄμφω Luc. оба они одного и того же мнения.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδοξος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν γνώμην, Λουκ. Εὐνοῦχ. 2. ΙΙ. ὁ ἔχων ἴσην δόξαν, Κλημέντια 446C, Μεθόδ. 368D, Ἄρειος παρ᾿ Ἀθαν. ΙΙ, 705D, Καισάρ. 1021, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 476C. ― Ἐπίρρ. ὁμοδόξως, μετὰ τῆς αὐτῆς δοξασίας, Ἀθαν. ΙΙ, 21Α. 2) μετὰ τῆς αὐτῆς δόξης, Μεθόδ. 397ΑΒ, Ἄρειος παρ᾿ Ἀθαν. ΙΙ, 21Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόδοξος, -ον)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κάποιον άλλο
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει την ίδια δόξα με άλλον
αρχ.
(για τους Επικουρείους) αυτός που ανήκει στην ίδια σχολή.
επίρρ...
ὁμοδόξως (Α)
1. με την ίδια δοξασία, με την ίδια γνώμη
2. με την ίδια δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. κενό-δοξος, μεγαλό-δοξος].
Greek Monotonic
ὁμόδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει την ίδια άποψη, ομόγνωμος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὁμό-δοξος, ον, δόξα
of the same opinion, Luc.
Mantoulidis Etymological
(πού ἔχει τήν ἴδια γνώμη, δόξα). Ἀπό τό ὁμοῦ + δόξα τοῦ δοκέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός.