ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
το, Νμέρος κατάφυτο με δένδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δένδρο].