γλαγάω

Revision as of 11:46, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

to be milky, juicy, γλαγόωντι σπέρματι AP9.384.23.

Spanish (DGE)

(γλᾰγάω) • Alolema(s): γλακ- Hsch.
estar en leche γλαγόωντι σπέρματι AP 9.384.23, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰγάω: εἶμαι γαλακτώδης, πλήρης ὀποῦ ἢ χυμοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 384, 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être laiteux.
Étymologie: γλάγος.

Greek Monotonic

γλᾰγάω: (γλάγος), είμαι γαλακτερός, χυμώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰγάω: быть похожим на молоко (γλαγὼν σπέρμα Anth.).

Middle Liddell

γλάγος
to be milky, juicy, Anth.