ἀγαθοεργία

Revision as of 12:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Ion. -ιη, contr. ἀγαθουργία, ἡ, A good deed, service, Hdt.3.154,160, Jul.Or.4.135d. 2 beneficence, Procl.in Cra.pp.13,90P.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.3.160; ἀγαθουργ- Procl.in Ti.3.2.24, in Cra.13, 90
1 acción excelente, proeza κάρτα γὰρ ἐν [τοῖσι] Πέρσῃσι αἱ ἀγαθοεργίαι ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμῶνται Hdt.3.154, cf. 3.160.
2 acción benéfica, beneficencia Iul.Or.11.135d, ἡ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων περὶ τὸν κόσμον ἀ. Procl.in Ti.l.c., cf. in Cra.ll.cc., Pamph.Mon.Soter.220, Procop.Aed.6.6.7.

German (Pape)

[Seite 6] ἡ, gute That, Het. 3, 154. 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοεργία: Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, ἔργον καλόν, εὐεργεσία. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de faire le bien ou du bien, bienfait.
Étymologie: ἀγαθοεργός.

Greek Monotonic

ἀγαθοεργία: Ιων. -ίη, συνηρ. ἀγαθουργία, , καλή πράξη, ευεργεσία, Λατ. beneficium, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰθοεργία: ион. ἀγαθοεργίη ἡ услуга, благодеяние Her.

Middle Liddell

[from ἀγαθοεργός
a good deed, service rendered, Lat. beneficium, Hdt.