ἀκειρεκόμης

From LSJ
Revision as of 12:44, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκειρεκόμης Medium diacritics: ἀκειρεκόμης Low diacritics: ακειρεκόμης Capitals: ΑΚΕΙΡΕΚΟΜΗΣ
Transliteration A: akeirekómēs Transliteration B: akeirekomēs Transliteration C: akeirekomis Beta Code: a)keireko/mhs

English (LSJ)

Dor. ἀκειρεκόμας, ὁ, = ἀκερσεκόμης, of Apollo, Pi.P.3.14, I.1.7, Philostr.Ep.16; of Asclepius, IG3.171; of Avars, APl.4.72.

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): ἀκερσεκόμης Hes.Fr.60.3; dór. ἀκερσεκόμᾱς Pi.P.3.14; ἀκειρεκόμᾱς S.Pae.1b(1).2
• Prosodia: [ᾰ-]
que no se ha cortado el cabello, de largos cabellos, intonso de Apolo, Hes.l.c., h.Ap.134, Pi.P.3.14, I.1.7, S.l.c., Philostr.Ep.16, IGR 4.527.12 (Dorileo III d.C.), Nonn.D.10.207, πάτερ Pi.Fr.52k.45, de Asclepio IG 22.4533.26 (III d.C.), ἀκειρεκόμας Ἀβάρων στρατός AP 16.72
fig. de un árbol que tiene siempre hojas, frondoso, siempre verde Αὐσονίδην φηγὸν ἀκειρεκόμην IM 181.6 (II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκειρεκόμης: Δωρ.-ας, ὁ, = ἀκερσεκόμης, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 26, Ι. 1, 8· περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 511· περὶ τῶν Σκυθῶν, Ἀνθ. Πλαν. 72.

Greek Monolingual

ἀκειρεκόμης και δωρ. ἀκειρεκόμας, ο (Α)
ο ακερσεκόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. ἀκερσεκόμης.

Greek Monotonic

ἀκειρεκόμης: Δωρ. -ας, ὁ = ἀκερσεκόμης, σε Πίνδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκειρεκόμης: дор. ἀκειρεκόμᾱς, ου 2 Pind. = ἀκερσεκόμης.