ἀπαρνητής
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who denies, Gloss.
Spanish (DGE)
-οῦ que niega, Gloss.2.233.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐντελῶς ἀρνούμενος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο
αυτός που αρνείται εντελώς, που αποκηρύσσει κάτι.