ἀρίθμημα

Revision as of 14:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, reckoning, number, τῶν πάλων A.Eu.753; ἡμέρα ἀ. αἰώνιον Secund.Sent.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
número τῶν πάλων A.Eu.753, cf. Eust.Op.317.40.

German (Pape)

[Seite 351] τό, die Zahl, Aesch. Eum. 723.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίθμημα: τό, ἀρίθμησις, τῶν πάλων Αἰσχύλ. Εὐμ. 753.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
compte.
Étymologie: ἀριθμέω.

Greek Monolingual

το (Α ἀρίθμημα) αριθμώ
αρίθμηση.

Greek Monotonic

ἀρίθμημα: -ατος, τό, υπολογισμός, αριθμός, αρίθμηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρίθμημα: ατος (ᾰρ) τό счет, число (τῶν πάλων Aesch.).

Middle Liddell

[from ἀριθμέω
a reckoning, number, Aesch.

English (Woodhouse)

number